παστρεύω — 1. απαλλάσσω κάτι από τη βρομιά, καθαρίζω 2. μτφ. εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαστρ εύω* (με ανομοιωτική αποβολή τού αρκτικού σ ) < σπαρτ εύω «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο» (πρβλ. γλάστρα < γράστρα < γράστα… … Dictionary of Greek
σπαστρεύω — και σπαρτεύω Μ παστρεύω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπαρτεύω < σπάρτον με αρχική σημ. «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο». Ο τ. σπαστρεύω προήλθε από το σπαρτεύω ως εξής: σπαρτεύω > παστρεύω (με μετάθεση τού σ στο μέσο τής λ.), από όπου, με… … Dictionary of Greek
păstra — PĂSTRÁ, păstrez, vb. I. tranz. 1. A ţine la loc sigur, păzind cu grijă, a pune bine; a ţine în bună stare, a avea grijă, a pune bine; a ţine în bună stare, a avea grijă de...; a ţine în posesiunea sa. ♦ spec. A conserva alimentele în bună stare,… … Dicționar Român
εκκαλλύνω — ἐκκαλλύνω (Α) καθαρίζω καλά, παστρεύω … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κουρώ — 1. καθαρίζω, παστρεύω 2. (για τον ελαιόκαρπο) καθαρίζω τις ελιές από τα κλαδιά, τα φύλλα και το χώμα κυλώντας τις σε επίπεδη επιφάνεια ή σε ειδικό σανίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. curo «φροντίζω, επιμελούμαι»] … Dictionary of Greek
λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… … Dictionary of Greek
ξεπαστρεύω — 1. καταστρέφω, εξοντώνω 2. δολοφονώ, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παστρεύω] … Dictionary of Greek
πάστρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * η 1. τέλεια καθαριότητα 2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
πάστρεμα — το [παστρεύω] 1. καθάρισμα, καθαριότητα 2. μτφ. ολοκληρωτική εξόντωση, εξολόθρευση, ξεπάστρεμα … Dictionary of Greek